καθιερωμένος

καθιερωμένος
καθῑερωμένος , καθιερόω
dedicate
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθιερώμενος — καθιερόω dedicate pres part mp masc nom sg (doric aeolic) καθιερόω dedicate pres part mp masc nom sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • ένορκος — η, ο (AM ἔνορκος, ον) [όρκος] αυτός που επικυρώνεται με όρκο (α. «ένορκος κατάθεση» β. «παρακαταθήκην ἔνορκον», Δημοσθ.) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ένορκοι πολίτες οι οποίοι εκλέγονται με κλήρο από κατάλογο και απαρτίζουν μαζί με το… …   Dictionary of Greek

  • αδόκιμος — η, ο (Α ἀδόκιμος, ον) [δόκιμος] μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος νεοελλ. «αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς «αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αντιμωλία — (ορθότερα, κατ’ αντιμωλίαν). Παλαιός αλλά καθιερωμένος, αποκλειστικά νομικός όρος που χρησιμοποιείται για να διατυπώσει συνοπτικά το γεγονός ότι μια δίκη έγινε ή διεξάγεται με τους διαδίκους παρόντες. To αντίθετο είναι η ερήμην δίκη. * * * η… …   Dictionary of Greek

  • ανόμιστος — η, ο (Α ἀνόμιστος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι δύσκολο να γίνει πιστευτός, ο μη αληθοφανής αρχ. ο μη καθιερωμένος, ασυνήθιστος …   Dictionary of Greek

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • επιδήμιος — ἐπιδήμιος, ον και ος, ία, ον (AM) το θηλ. ως ουσ. η επιδημία* αρχ. μσν. (για νόσο) επιδημικός αρχ. 1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ευκαθοσίωτος — εὐκαθοσίωτος, ον (Α) (για ναό, τέμενος κ.λπ.) καθοσιωμένος, καθιερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθ οσίωτος (< καθοσιώ) πρβλ. α καθ οσίωτος] …   Dictionary of Greek

  • ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”